κελεπούρι

κελεπούρι
το
(λ. τουρκ. ή περσ.), ανέλπιστο εύρημα ή εμπόρευμα που αγοράζεται φτηνά: Βρήκα ένα κελεπούρι!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κελεπούρι — το 1. ανέλπιστο εύρημα, ευκαιρία ή κέρδος που υπερβαίνει κάθε προσδοκία 2. εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepir] …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Καλούτσας, Τάσος — (Θεσσαλονίκη 1948 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”